στρογγύλωμα

στρογγύλωμα
το см. στρογγύλε(υ)μα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στρογγύλωμα" в других словарях:

  • στρογγύλωμα — pillow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγύλωμα — το, ΝΑ [στρογγυλῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρογγυλώνω, το στρογγύλευμα αρχ. (για τα μαλλιά) βοστρύχωμα, κατσάρωμα …   Dictionary of Greek

  • κρίκωσις — κρίκωσις, ἡ (Μ) [κρικούμαι] 1. το να κάνει κανείς κάτι στρογγυλό, σαν κρίκο, στρογγύλωμα, στρογγύλωση 2. ασφάλιση με κρίκο …   Dictionary of Greek

  • ԿԾԻԿ — (կծկի կամ կծկան.) NBH 1 1102 Chronological Sequence: Early classical, 5c գ. στρογγύλωμα glomeratio, globus. Պատատ կամ փաթոյթ. գիտակ ʼի մազոյ, ʼի թելոյ. կծիկ. ... *Լեարդ այծեաց, եւ կծիկ մազոյ եդ ʼի սնարէ. ՟Ա. Թագ. ՟Ժ՟Թ. 13: *Լեարդ այծից, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»